- δίθυρος
- -ον (AM δίθυρος, -ον)1. αυτός που έχει δύο θύρες, εισόδους2. το ουδ. ως ουσ. α) ελασματοβράγχια μαλάκια με δύο βαλβίδεςβ) (για φυτά και καρπούς) αυτός που έχει δύο φλοιούς, δίφλουδοςμσν.- νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το δίθυρο(ν)η δίφυλλη πόρταμσν.(για μεταλλικές ή ξύλινες εικόνες) αυτή που διπλώνει στα δύο, δίπτυχοαρχ.1. (για φύλλο χαρτιού) ο διπλωμένος στα δύο2. για σπόρους που διασχίζονται κατά τη γονιμοποίηση3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δίθυραθρόνος, τιμητικό θεωρείο με χώρο μπροστά στα πόδια που φράζεται από δίφυλλη πόρτα.
Dictionary of Greek. 2013.